ΒΙΤΑΜΙΝΗ D
Η βιταμίνη D είναι μια λιποδιαλυτή βιταμίνη απαραίτητη για την υγεία των οστών και των δοντιών. Προάγει την απορρόφηση του ασβεστίου και του φωσφόρου από το έντερο και την εναπόθεσή τους στα οστά (επιμετάλλωση). Συμβάλλει στην εύρυθμη λειτουργία του ανοσοποιητικού και νευρικού συστήματος και βοηθά στην πρόληψη διαφόρων χρόνιων και αυτοάνοσων νοσημάτων.Είναι ιδιαίτερα σημαντική κατά τη νηπιακή και παιδική ηλικία, καθώς συμβάλλει στη σωστή και υγιή σκελετική ανάπτυξη. Οι βασικές μορφές βιταμίνης D είναι η D2 (εργοκαλσιφερόλη) και η D3 (χοληκαλσιφερόλη), που περιέχονται σε λίγες τροφές μόνο (λιπαρά ψάρια, γάλα, αυγά, συκώτι κ.ά.).
Το μεγαλύτερο ποσοστό βιταμίνης D που απαιτείται καθημερινά σχηματίζεται στο δέρμα. Κατά την έκθεσή μας στον ήλιο, η 7-διυδροχοληστερόλη μετατρέπεται, υπό την επίδραση της υπεριώδους ακτινοβολίας, σε βιταμίνη D3 (χοληκαλσιφερόλη).
Στη συνέχεια, η D3 υφίσταται δύο διαδοχικές υδροξυλιώσεις, μία αρχικά στο ήπαρ, όπου μετατρέπεται σε καλσιδιόλη (25(OH)D3), και έπειτα στους νεφρούς, όπου μετατρέπεται σε καλσιτριόλη (1,25(OH)D3), τη δραστική μορφή της βιταμίνης D.
Η καλσιτριόλη λειτουργεί στον οργανισμό ως στεροειδής ορμόνη και δρα σε διάφορους ιστούς, όπως το έντερο, τους νεφρούς, τα οστά, την καρδιά, τους μύες, τον εγκέφαλο, τα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος, ρυθμίζοντας την έκκριση άλλων ουσιών, ενώ ελέγχει, άμεσα ή έμμεσα, περισσότερα από 200 γονίδια, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που είναι υπεύθυνα για τη ρύθμιση του κυτταρικού πολλαπλασιασμού, της κυτταρικής διαφοροποίησης, της απόπτωσης και της αγγειογένεσης.
ΕΛΛΕΙΨΗ ΒΙΤΑΜΙΝΗΣ D
Παρά την ικανότητα του οργανισμού να συνθέτει βιταμίνη D, ο σύγχρονος τρόπος ζωής (κλειστοί χώροι εργασίας, χρόνια χρήση αντηλιακών, ατμοσφαιρική ρύπανση, μειωμένη παραμονή στην ύπαιθρο, συνήθειες ένδυσης κ.ά.) έχει σαν αποτέλεσμα την περιορισμένη έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία, που μπορεί να οδηγήσει σε ανεπάρκεια ή έλλειψη βιταμίνης D.
Η έλλειψη σε βιταμίνη D μπορεί να οφείλεται επίσης σε ανεπαρκή πρόσληψή της μέσω της διατροφής, δυσαπορρόφηση της βιταμίνης από το έντερο (λόγω γαστρεντερικών ασθενειών, χειρουργεία bypass κ.ά.), παθολογικές καταστάσεις, όπως ηπατική δυσλειτουργία και χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, καθώς και σε διάφορες κληρονομικές ή επίκτητες ασθένειες. Επιπλέον, η παχυσαρκία, η αυξημένη μελανίνη στο δέρμα, η ηλικία, καθώς και ορισμένα φάρμακα αποτελούν παράγοντες που συμβάλλουν στην ανεπάρκεια ή έλλειψη βιταμίνης D.*
* Η έλλειψη βιταμίνης D καθορίζεται από τα επίπεδα της 25(OH)D3 στον ορό του αίματος. Γενικά, δεν υπάρχει μία διεθνής ομοφωνία όσον αφορά στα όρια μεταξύ έλλειψης, ανεπάρκειας και επάρκειας βιταμίνης D. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα δεδομένα από το Institute of Medicine και το Endocrine Society των ΗΠΑ (J Clin Endocr Metab, 2011, 96(7)), άτομα με συγκέντρωση 25(OH)D3 < 20 ng/ml (50 nmol/L) παρουσιάζουν έλλειψη βιταμίνης D, ανεπάρκεια όταν η συγκέντρωση κυμαίνεται από 21-29 ng/ml (52.5 – 72.5 nmol/L), ενώ συγκέντρωση > 30 ng/ml (75 nmol/L) θεωρείται επαρκής ποσότητα που καλύπτει τις ημερήσιες ανάγκες υγιών ατόμων, για γερά οστά και γενικότερα βέλτιστη υγεία.
Η ανεπάρκεια/έλλειψη βιταμίνης D αποτελεί ένα ιδιαίτερα συχνό φαινόμενο σε όλες τις ηλικιακές ομάδες παγκοσμίως, ιδίως στα βόρεια πλάτη της γης, όπου είναι περιορισμένη η έκθεση στο φως του ήλιου, ενώ σε περιοχές με εύκρατα κλίματα παρατηρείται εποχιακή διακύμανση των επιπέδων της D στον ορό του αίματος, με τις υψηλότερες συγκεντρώσεις να σημειώνονται κατά τους θερινούς μήνες.
Ακόμα και σε μια ηλιόλουστη χώρα, όπως η Ελλάδα, η έλλειψη βιταμίνης D αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα. Σε πολλές περιπτώσεις φαίνεται πως η ενδογενής παραγωγή βιταμίνης D δεν επαρκεί για να καλύψει τις ημερήσιες ανάγκες. Πρόσφατες μελέτες υποδεικνύουν ότι παιδιά και έφηβοι αποτελούν ομάδες υψηλού κινδύνου για εμφάνιση έλλειψης βιταμίνης D, ιδίως κατά τους χειμερινούς μήνες (Calcif Tissue Int 2005, 77, 348- 355). Στα βρέφη και τα παιδιά, η έλλειψη βιταμίνης D έχει σαν αποτέλεσμα να μη γίνεται σωστή επιμετάλλωση των οστών και μπορεί να οδηγήσει στην εμφάνιση ραχίτιδας.
Μελέτη της Γ` Παιδιατρικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών που διεξήχθη στο νοσοκομείο `Αττικό` (Calcif Tissue Int. 2006, 78(6), 337-342), έδειξε ότι από τα 123 ζεύγη υγιών μητέρων-νεογέννητων που εξετάστηκαν, στο 19,5% των γυναικών και το 8,1% των νεογνών μετρήθηκαν στον ορό του αίματος συγκεντρώσεις 25(OH)D3 μικρότερες των 10 ng/ml.
Γυναίκες που γέννησαν κατά τους καλοκαιρινούς και φθινοπωρινούς μήνες είχαν υψηλότερα επίπεδα 25(OH)D3 σε σχέση με αυτές που γέννησαν το χειμώνα και την άνοιξη, ενώ οι μητέρες με σκουρόχρωμη επιδερμίδα είχαν μικρότερες συγκεντρώσεις 25(OH)D3 σε σχέση με τις ανοιχτόχρωμες.
Επιπλέον, όσον αφορά στις συγκεντρώσεις της 25(OH)D3, βρέθηκε ισχυρή συσχέτιση μεταξύ μητέρας και νεογέννητου. Λαμβάνοντας υπόψη τα προηγούμενα, αλλά και το γεγονός ότι το μητρικό γάλα συνήθως δεν περιέχει επαρκείς ποσότητες βιταμίνης D, κρίνεται απαραίτητη η χορήγηση συμπληρωμάτων σε έγκυες και θηλάζουσες για τη σωστή ανάπτυξη του εμβρύου και την πρόληψη της ραχίτιδας σε νεογνά και βρέφη.
Η έλλειψη βιταμίνης D είναι συνήθης και στους ενήλικες και μπορεί να οδηγήσει σε οστεομαλακία (μαλακά οστά), η οποία σχετίζεται με πόνους στα οστά και τους μύες. Παράλληλα, χαμηλά επίπεδα 25(OH)D3 στον ορό του αίματος αυξάνουν την έκκριση της παραθορμόνης (PTH) και μπορεί να οδηγήσουν σε δευτεροπαθή υπερπαραθυρεοειδισμό και οστεοπόρωση. Ομάδες ενηλίκων που εμφανίζουν συνήθως έλλειψη βιταμίνης D στη χώρα μας, αλλά και παγκοσμίως, αποτελούν οι ηλικιωμένοι, καθώς και οι μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, ιδίως αυτές που πάσχουν από οστεοπόρωση και/ή έχουν υποστεί κάταγμα ισχίου.
Σύμφωνα με μία πρόσφατη μελέτη του Ενδοκρινολογικού τμήματος του νοσοκομείου “Άγιος Σάββας” και του Ορμονολογικού εργαστηρίου του νοσοκομείου “Άγιος Παντελεήμονας” (Horm 2011, 10(2):131-143), κατά την οποία εξετάστηκαν 625 φαινομενικά υγιείς ενήλικες (553 γυναίκες, 72 άντρες / 18-85 ετών), βρέθηκαν υψηλά ποσοστά ανεπάρκειας (συγκεντρώσεις 25(OH)D3 < 22 ng/ml στο 57,7% των εξετασθέντων) σε όλες τις ηλικιακές ομάδες (18-29, 30-39, 40-49, 50-59 και >60 ετών), καθ` όλη τη διάρκεια του έτους και ιδίως τους μήνες Μάρτιο-Μάιο.
Η ανεπάρκεια βιταμίνης D έχει ενοχοποιηθεί και για τον αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης διαφόρων νοσημάτων, όπως: καρκίνο μαστού, προστάτη και παχέος εντέρου, καρδιαγγειακές νόσους, υπέρταση, διαβήτη τύπου 2, φλεγμονώδεις ασθένειες και διαταραχές του ανοσοποιητικού, που μπορεί να προκαλέσουν λοιμώξεις και αυτοάνοσα νοσήματα, όπως σκλήρυνση κατά πλάκας, διαβήτη τύπου 1 και ρευματοειδή αρθρίτιδα, ψυχιατρικές ασθένειες (κατάθλιψη και σχιζοφρένεια) και πιθανόν αυτισμό.
Σημείωση: Η βιταμίνη D μετριέται σε διεθνείς μονάδες (IU). 1 IU βιταμίνης D αντιστοιχεί σε 0,025 mcg. Τα επίπεδα της 25(OH)D3 στον ορό του αίματος μετριούνται σε ng/ml ή nmol/L. 1 ng/ml ισοδυναμεί με 2,5 nmol/L.
ΟΙ ΑΝΑΓΚΕΣ ΣΕ ΒΙΤΑΜΙΝΗ D / Χορήγηση – Δοσολογία
Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι όταν η επιδερμική σύνθεση της βιταμίνης D, καθώς και η διαιτητική της πρόσληψη είναι ανεπαρκείς, επιβάλλεται συχνά η λήψη συμπληρωμάτων βιταμίνης D, ώστε να εξασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία και ευεξία του οργανισμού.
Άτομα που έχουν μεγαλύτερες ανάγκες σε βιταμίνη D είναι:
α) τα βρέφη που θηλάζουν, ιδίως όταν δεν εκτίθενται συστηματικά στον ήλιο,
β) έγκυες,
γ) θηλάζουσες,
δ) άτομα με περιορισμένη έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία,
ε) άτομα με σκούρα επιδερμίδα,
στ) χορτοφάγοι,
η) ηλικιωμένοι, ιδίως όσοι εμφανίζουν μειωμένη κινητικότητα, οστεοπόρωση, όσοι έχουν ιστορικό κατάγματος και όσοι διαμένουν σε οίκους ευγηρίας.
Σύμφωνα με το Endocrine Society και το Institute of Medicine των ΗΠΑ, η ελάχιστη συνιστώμενη ημερήσια δόση, που χρειάζεται προληπτικά ώστε να μην εμφανιστεί έλλειψη βιταμίνης D, ανέρχεται στα 400 IU για βρέφη έως 12 μηνών, στα 600 IU για παιδιά (1-13 ετών), εφήβους (14-18), ενήλικες (έως 70 ετών), έγκυες και θηλάζουσες, ενώ για ηλικιωμένους άνω των 70 ετών έχουμε αύξηση των αναγκών σε 800 IU. Σε κάθε περίπτωση, για να αυξηθεί η συγκέντρωση της 25(OH)D3 στον ορό του αίματος πάνω από 30 ng/ml απαιτούνται σαφώς υψηλότερες δοσολογίες βιταμίνης D, οι οποίες αντιστοιχούν ημερησίως σε 1000 IU για βρέφη έως 12 μηνών και τουλάχιστον 1500-2000 IU για άτομα άνω του έτους. Το ανώτατο ημερήσιο ασφαλές όριο για κάθε ηλικιακή ομάδα ορίζεται ως εξής: 1000 IU (0-6 μηνών), 1500 IU (6-12 μηνών), 2500 IU (1-3 ετών), 3000 IU (4-8 ετών) και 4000 IU (9 ετών και άνω).
Κατά τα τελευταία χρόνια, η ζήτηση για βιταμίνη D βαίνει συνεχώς αυξανόμενη, λόγω της τεράστιας σημασίας της για την υγεία μας, αλλά και την αυξημένη ασφάλειά της σε σχέση με ό,τι πιστευόταν παλαιότερα. Για παράδειγμα, έρευνες έδειξαν ότι, σε πολλούς ανθρώπους, καθημερινή λήψη 5000 IU βιταμίνης D συμβάλλει στη μέγιστη απορρόφηση ασβεστίου και στη διατήρηση της οστικής πυκνότητας, ενώ για θεραπεία της έλλειψης σε βιταμίνη D χορηγούνται πολύ μεγαλύτερες δόσεις που φτάνουν και τις 10.000 IU ημερησίως, χωρίς να παρατηρούνται συμπτώματα τοξικότητας.
Έτσι, οι υψηλές, αλλά ασφαλείς, δοσολογίες βιταμίνης D μπορούν να αποβούν ιδιαίτερα χρήσιμες στα χέρια ιατρών, προσανατολισμένων στη φυσική πρόληψη και αντιμετώπιση παθολογικών καταστάσεων.
Βιταμίνη D και Καρκίνος
Ο ρόλος της βιταμίνης D στην προληπτική και θεραπευτική αντιμετώπιση του καρκίνου δεν έχει διερευνηθεί επαρκώς. Εντούτοις, η δεδομένη ικανότητά της να εμποδίζει τον ανώμαλο πολλαπλασιασμό των καρκινικών κυττάρων κάνει εύλογη την υπόθεση ότι ο ρόλος αυτός δεν μπορεί παρά να είναι θετικός.
Επιδημιολογικές μελέτες ενισχύουν την υπόθεση αυτή, αφού δείχνουν ότι ορισμένοι καρκίνοι εμφανίζουν έξαρση σε πληθυσμούς με χαμηλή έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία. Οι μέχρι σήμερα ενδείξεις για αντικαρκινική δράση της βιταμίνης D αφορούν κυρίως σε ορισμένους τύπους λευχαιμίας καθώς και στους καρκίνους προστάτη, στήθους, παχέος εντέρου (και ειδικότερα του ορθού) (Αltern Med Rev 2005, 10, 94-111).
Βιταμίνη D και Οστά / Μύες
Τα επαρκή επίπεδα βιταμίνης D στους ενήλικες συμβάλλουν στη διατήρηση της οστικής μάζας και της μυϊκής λειτουργίας, καθώς και στην πρόληψη της οστεοπόρωσης και οστεοπενίας.
Μελέτες υποδεικνύουν ότι συγχορήγηση βιταμίνης D και ασβεστίου, σε συνδυασμό με άσκηση, μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο καταγμάτων σε ενήλικες, καθώς και τη συχνότητα των πτώσεων και καταγμάτων στους ηλικιωμένους.
Για προληπτικούς σκοπούς, συνιστάται ημερήσια χορήγηση βιταμίνης D τουλάχιστον 800 IU, με ταυτόχρονη λήψη 500 mg ασβεστίου (J Am Phys Surg, 2009, 14(2), 38-45).
Βιταμίνη D και Καρδιά / Υπέρταση
Τόσο πειραματικά, όσο και κλινικά δεδομένα δείχνουν ότι υπάρχει μία σαφής σχέση μεταξύ ανεπάρκειας βιταμίνης D και υπέρτασης.
Οι μέχρι τώρα έρευνες δείχνουν ότι η βιταμίνη D μπορεί να μειώσει τα επίπεδα της αρτηριακής πίεσης και πιθανόν τον κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων, εγκεφαλικού και εμφράγματος του μυοκαρδίου.
Βιταμίνη D και Αυτοάνοσα νοσήματα
Σύμφωνα με μελέτες, παιδιά που λαμβάνουν επαρκείς ποσότητες βιταμίνης D έχουν μικρότερες πιθανότητες να εμφανίσουν ως ενήλικες κάποιο αυτοάνοσο νόσημα, όπως διαβήτη τύπου 1 και σκλήρυνση κατά πλάκας.
Επιπλέον, η λήψη συμπληρωμάτων βιταμίνης D, σε συνδυασμό με ασβέστιο, μπορεί να βοηθήσει ασθενείς με σκλήρυνση κατά πλάκας, μειώνοντας την ένταση των συμπτωμάτων.
Βιταμίνη D και Διαβήτης
Επιδημιολογικές μελέτες συσχετίζουν την έλλειψη βιταμίνης D με τον αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2, καθώς και μεταβολικού συνδρόμου, ακόμα και στους εφήβους.
Από in vitro και in vivo πειράματα φαίνεται ότι η βιταμίνη D συμμετέχει ενεργά στη ρύθμιση της λειτουργίας των β-κυττάρων του παγκρέατος, ενισχύοντας την έκκριση της ινσουλίνης, βελτιώνει την ινσουλινοευαισθησία και προάγει την αντοχή στη γλυκόζη.
Βιταμίνη D και Λοιμώξεις αναπνευστικού
Τα χαμηλά επίπεδα 25(OH)D3 έχουν συσχετισθεί με λοιμώξεις του αναπνευστικού συστήματος. Πιστεύεται ότι η βιταμίνη D μπορεί να διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο στην ανοσία και την πρόληψη των λοιμώξεων, καθώς ενδυναμώνει το ανοσοποιητικό σύστημα, αυξάνοντας την έκφραση των γονιδίων άμυνας. Σύμφωνα με μελέτες, επαρκής πρόσληψη βιταμίνης D μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο για φυματίωση, κρυολόγημα, γρίπη και άλλες λοιμώξεις του αναπνευστικού.
Βιταμίνη D και ψωρίαση
Σαν ρυθμιστής του πολλαπλασιασμού και της διαφοροποίησης των κυττάρων η βιταμίνη D είναι πιθανός θεραπευτικός παράγων για την ψωρίαση. Πράγματι, έρευνες έδειξαν ότι καταστέλλει τον πολλαπλασιασμό και διεγείρει την τελική διαφοροποίηση των κερατινοκυττάρων.
ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ – ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ: Υπερβολικά υψηλές δόσεις βιταμίνης D μπορούν να προκαλέσουν διάφορα συμπτώματα, όπως υπερασβεστιαιμία, υπερφωσφοροαιμία, ναυτία, τάση για έμετο, ίλιγγο, ανορεξία, δίψα, ατονία, διάρροια, πολυουρία, νεφρολιθίαση κ.ά.
Να μη λαμβάνεται παράλληλα με αντιεπιληπτικά φάρμακα, βαρβιτουρικά και κορτικοστεροειδή, καθώς μπορεί να μειωθεί η δράση της. Η χολεστυραμίνη και η υγρή παραφίνη μπορεί να μειώσουν την απορρόφησή της.
Η βιταμίνη D πιθανόν να ενισχύσει τη δράση της διγοξίνης, ενώ με θειαζίνες υπάρχει αυξημένος κίνδυνος υπερασβεστιαιμίας.
“