ΑΚΟΡΕΣΤΑ ΛΙΠΑΡΑ ΟΞΕΑ

Τα Λιπαρά Οξέα (Fatty Acids) διακρίνονται σε Κορεσμένα Λιπαρά Οξέα (Saturated  Fatty Acids) και Ακόρεστα Λιπαρά Oξέα (Unsaturated Fatty Acids). Τα πρώτα έχουν απλούς δεσμούς μεταξύ των ατόμων άνθρακα (C-C), ενώ τα δεύτερα έχουν έναν ή περισσότερους διπλούς δεσμούς (C=C).

Τα κορεσμένα λιπαρά οξέα συνιστάται να μην αντιπροσωπεύουν πάνω από το 11% των συνολικών ημερήσιων θερμίδων, γιατί αυξάνουν τη χοληστερίνη και τους κινδύνους καρδιακών και πολλών άλλων παθήσεων, μεταξύ των οποίων διαβήτης και καρκίνος.

Γενικά, τα ζωικά λίπη είναι πλούσια σε κορεσμένα λιπαρά οξέα και φτωχά σε ακόρεστα, ενώ το αντίθετο συμβαίνει με τα ιχθυέλαια και τα φυτικά έλαια, με ορισμένες εξαιρέσεις, όπως το λάδι ινδικής καρύδας και το φοινικέλαιο.

Στη βιομηχανία τροφίμων είναι πολύ διαδεδομένη η μετατροπή ακόρεστων ελαίων (ακόρεστων λιπαρών οξέων) σε στερεά και ημιστερεά μαγειρικά λίπη και μαργαρίνες, με την προσθήκη υδρογόνου στους ακόρεστους (διπλούς) δεσμούς. Η διαδικασία λέγεται υδρογόνωση, τα δε υδρογονωμένα λίπη έχουν ιδιότητες παραπλήσιες με εκείνες των κορεσμένων λιπών (κορεσμένων λιπαρών οξέων). Δεδομένης της βλαπτικότητας των υδρογονωμένων λιπών, η οποία έχει αποδειχθεί και με εξειδικευμένες μελέτες, αποτελεί πράξη σύνεσης η αποφυγή κατά το δυνατόν, τροφίμων που στα συστατικά τους περιέχουν τον όρο “υδρογονωμένο”. Βέβαια αυτό δεν είναι δυνατόν με τρόφιμα που πωλούνται χύμα, όπως γλυκίσματα και πίτες.

Τα Ακόρεστα Λιπαρά Οξέα, τα οποία δεν αυξάνουν τη χοληστερίνη και έχουν ευεργετική δράση στο καρδιαγγειακό σύστημα, κατατάσσονται σε Μονοακόρεστα Λιπαρά Οξέα με ένα διπλό δεσμό άνθρακα και σε Πολυακόρεστα Λιπαρά Οξέα με δύο ή περισσότερους διπλούς δεσμούς άνθρακα.

Τα μονοακόρεστα λιπαρά οξέα αντιπροσωπεύονται κυρίως από το ελαϊκό οξύ (Ωμέγα-9), το οποίο αποτελεί το 72% των λιπαρών οξέων της ελιάς, είναι δε και το λιπαρό οξύ με τη μεγαλύτερη διάδοση στη φύση. Έρευνες έδειξαν ότι είναι ευεργετικό για την καρδιά, ενώ ίσως έχει και αντικαρκινικές ιδιότητες.

Από τα πολυακόρεστα λιπαρά οξέα ιδιαίτερη σημασία έχει η ομάδα των Ωμέγα-3 και η ομάδα των Ωμέγα-6 λιπαρών οξέων.

ΩΜΕΓΑ ΛΙΠΑΡΑ OΞΕΑ (Ωμέγα-3 και Ωμέγα-6)

Το Alpha Linolenic Acid (ALA) από την ομάδα των Ωμέγα-3 και το Linoleic Acid (LA) από την ομάδα των Ωμέγα-6 ονομάζονται απαραίτητα (essential), επειδή δεν μπορούν να παραχθούν από τον οργανισμό, αλλά πρέπει να ληφθούν από τις τροφές (όπως συμβαίνει με τις βιταμίνες και τα μέταλλα).

Τα μη απαραίτητα λιπαρά οξέα μπορούν να παραχθούν από τα δύο προαναφερθέντα ALA και LA και/ή να ληφθούν από τις τροφές. Έτσι, τα ω-3 λιπαρά οξέα EPA (εικοσαπεντανοϊκό οξύ) και DHA (δοκοσαεξαενικό οξύ) παράγονται από το ALA ή λαμβάνονται από τα λιπαρά ψάρια και τα ιχθυέλαια, ενώ το γ-λινολενικό οξύ (GLA), που ανήκει στα ω-6, βρίσκεται κυρίως σε σπορέλαια (όπως borage oil, black currant oil, evening primrose oil) και μπορεί να παραχθεί στον οργανισμό από το απαραίτητο ω-3 λιπαρό οξύ LA.

Σημείωση:

Σε εκλαϊκευμένα ιατρικά και διαιτολογικά έντυπα αναφέρονται συχνά όλα τα ωμέγα λιπαρά οξέα, ιδίως δε το EPA και το DHA, σαν “απαραίτητα” (essential). Αυτό βέβαια, σύμφωνα με τον επιστημονικό ορισμό του “διατροφικώς απαραίτητου”, δεν είναι ορθό, παρά τη σπουδαιότητα του EPA και του DHA, και παρά το γεγονός ότι λαμβάνονται σε μεγάλο βαθμό απευθείας από τις τροφές ή ότι μπορούν να θεραπεύσουν ορισμένα (όχι όμως όλα) από τα συμπτώματα ανεπάρκειας των απαραίτητων λιπαρών οξέων.

* Παρά την εξαιρετική χρησιμότητα των ωμέγα-3 λιπαρών οξέων, πρέπει να λάβουμε υπόψιν ότι τα λιπαρά ψάρια, εάν προέρχονται από θάλασσες μολυσμένες με αστικούς, βιομηχανικούς ή άλλους ρύπους, μπορεί να περιέχουν υψηλές συγκεντρώσεις τοξικών ουσιών, όπως τα εντομοκτόνα ή τα τοξικότατα βαρέα μέταλλα (υδράργυρος, μόλυβδος, κάδμιο κλπ.).

No Portfolio Item